χελιδόνιος — και χελιδόνειος, ον, θηλ. και ία, Α [χελιδών, όνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χελιδόνι (α. «χελιδόνιον τεῑχος» τείχος χτισμένο από χελιδόνια, Θράσυλλ. β. «χελιδόνιον μέλος» το τραγούδι τού χελιδονιού, λεξ. Σούδα) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
ЛИКИЯ — • Lycia, Λυκία, область и полуостров на южном берегу Малой Азии; отделялась на севере горою Тавром от Фригии и Писидии; на севере и северо востоке горою Ζόλυμα (с проходом Κλι̃μαξ) от Памфилии, на западе горою Δαίδαλοι и рекою… … Реальный словарь классических древностей
celidonia — (Del lat. chelidonia < gr. khelidonion, semejante a la golondrina.) ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta papaverácea común cerca de los muros, de látex anaranjado y flores amarillas. (Chelidonium majus.) * * * celidonia (del lat. tardío… … Enciclopedia Universal
οθόννα — η (ΑΜ ὀθόννα, Α και ὀθόνα) νεοελλ. βοτ. λόγια ονομασία γένους ποωδών φυτών ή θάμνων με φύλλα σαρκώδη ή μεμβρανώδη κατ εναλλαγήν μσν. είδος αιγυπτιακού λίθου αρχ. 1. (κατά τον Διοσκ.) το φυτό χελιδόνιον το μέγα 2. ο χυμός τού παραπάνω φυτού 3. ο… … Dictionary of Greek
παιωνία — I Δικοτυλήδονο φυτό (παιωνία η φαρμακευτική) της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Bρίσκεται αυτοφυές σε πολλές δασώδεις, ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας· ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Είναι εντυπωσιακό φυτό, ποώδες,… … Dictionary of Greek
πανδίος — ον, θηλ. και πανδῑα, Α 1. ο εντελώς θεϊκός, ο θειότατος 2. το θηλ. προσωνυμία τής σελήνης 3. φρ. «πανδῑος ρίζα» το φυτό χελιδόνιον το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δῖος»θεϊκός»] … Dictionary of Greek
τεττιγόνιον — τὸ, Α είδος μικρού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον] … Dictionary of Greek
χελιδονίνη — η, Ν χημ. αλκαλοειδές τού φυτού χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chelidonine < χελιδόνιον + κατάλ. ίνη τής χημ. ορολογίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
χελιδονικός — ή, ό, Ν φρ. «χελιδονικό οξύ» λευκή κρυσταλλική ουσία που περιέχεται στον χυμό τού βλαστού τού φυτού χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chelidonic (acid) < χελιδόνιον + κατάλ. ικός. Η φρ., στον λόγιο τ. χελιδονικόν ὀξύ, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
χελιδόνιο — το / χελιδόνιον, ΝΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη και περιλαμβάνει το είδος Chelidonium majus, το οποίο περιέχει δηλητηριώδη χυμό με φαρμακευτικές ιδιότητες, κν. χελιδόνι… … Dictionary of Greek